σπάω κ. σπάζω κ. σπάνω, ρ.
[<αρχ. σπάω-ῶ], σπάζω, σπάω. 1. φεύγω, εξαφανίζομαι: «θα ’ρθω μαζί
σας, αλλά, μόλις δω τα σκούρα, θα σπάσω». (Λαϊκό τραγούδι: μόλις μάθαν τ’
όνομά μου, σπάσανε από μπροστά μου). 2. καταστρέφω, διαλύω
κάτι: «μπήκε αγριεμένος μέσα στο μαγαζί κι έσπαζε ό,τι έβρισκε μπροστά του ||
κάποια στιγμή αφαιρέθηκε κι έσπασε τ’ αυτοκίνητο πάνω σ’ ένα δέντρο». (Λαϊκό
τραγούδι: και μπαμ και μπουμ τις πιστολιές ξεσήκωσε τις γειτονιές κι έσπασε
δυο μπορντέλα). 3. δεν αντέχω άλλο, δεν αντέχω περισσότερο,
λυγίζω, υποκύπτω: «μια βδομάδα στην Ασφάλεια, με τόσο ξύλο που έφαγε, έσπασε ο
άνθρωπος και τα μαρτύρησε όλα». (Τραγούδι: ξέρω πάντα να κρατάω μέτωπο ψηλά,
έμαθα να μη λυγίζω, μα θα σπάσω πια).4. γίνομαι
αδύναμος, ατονώ, εξαντλούμαι: «τόσα χρόνια στη μαύρη ξενιτιά, έσπασε ο άνθρωπος».
5. αθετώ, παραβαίνω: «σπάω το συμβόλαιο || σπάω τη συμφωνία». 6. (στη
γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) χωρίζω την τράπουλα σε δυο μέρη για να αρχίσει το
παιχνίδι: «ποιος θα σπάσει τα χαρτιά για να μοιράσω;». Συνών. κόβω (17). 7.
(για τάβλι) βγάζω πούλι μου πάνω από πιασμένο αντίπαλο πούλι: «πρέπει να
σπάσω, γιατί δε με συμφέρει να παίξω άλλο πούλι». 8α. στην προστακτ.
αορ. σπάνε! ήσπάσε! (απειλητικά ή προειδοποιητικά) φύγε!
εξαφανίσου! γρήγορα, γιατί διαφαίνεται κάποιος κίνδυνος: «σπάσε, γιατί έρχονται
να σε πιάσουν οι μπάτσοι». (Λαϊκό τραγούδι: βρε μάγκα, σπάσε και κάνε
πέρα, δε σε γουστάρω, δε σ’ αγαπώ· άσε τα λούσα και τη φοβέρα κι εγώ μαζί σου
δεν περπατώ //τσίλιες, σπάστε, άσ’ το ζάρι, και μας πήρανε
χαμπάρι, θα πλακώσουν κουμπουράδες, θα μας πάρουν τους λουλάδες). β.
(απειλητικά ή υποτιμητικά) γκρεμοτσακίσου! ξεκουμπίσου! άδειασέ μου τη γωνιά(!):
«σπάσε, μωρ’ αδερφάκι μου, γιατί δεν αντέχω άλλο τη γκρίνια σου! || σπάσε, ρε
παιδάκι μου, αφού δε σε κάνω κέφι!». (Λαϊκό τραγούδι: σε βαρέθηκα και σπάσε
και τα μου ’πες σου ’πα άσε, όλο θα και θα και θα, σπάσε βρε παραμυθά).
Συνών. δίνε του! / κόβε! ή κόψε! / στρίβε! ή στρίψε! (Ακολουθούν
124 φρ.)·
- αν
σπάσει ο διάβολος το πόδι του (το ποδάρι του), βλ. λ. διάβολος·
- αν
σπάσει το γυαλί, βλ. λ. γυαλί·
- δε
γίνεται ομελέτα, χωρίς να σπάσεις αβγά, βλ. λ. ομελέτα·
- δέντρο
που λυγά, δε σπάζει, βλ. λ. δέντρο·
- έσπασα
το κεφάλι μου (για) να…, βλ. λ. κεφάλι·
- έσπασα
τα τηλέφωνα, βλ. λ. τηλέφωνο·
- έσπασα
το τηλέφωνο, βλ. λ. τηλέφωνο·
- έσπασαν
κεφάλια, βλ. λ. κεφάλι·
- έσπασαν
οι δουλειές ή έσπασε η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έσπασαν
τ’ αφτιά μου, βλ. λ. αφτί·
- έσπασαν
τα γόνατά μου, βλ. λ. γόνατο·
- έσπασαν
τα νερά της, (για έγκυες), βλ. λ. νερό·
- έσπασαν
τα νεύρα μου, βλ. λ. νεύρο·
-
έσπασαν τα τηλέφωνα, βλ. λ. τηλέφωνο·
- έσπασε
η βιτρίνα, βλ. λ. βιτρίνα·
- έσπασε
η γκίνια ή έσπασε η γκίνια μου, βλ. λ. γκίνια·
- έσπασε
η γρουσουζιά ή έσπασε η γρουσουζιά μου, βλ. λ. γρουσουζιά·
- έσπασε
η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έσπασε
η καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- έσπασε
η κίνηση, βλ. λ. κίνηση·
- έσπασε
η κλωστή, βλ. λ. κλωστή·
- έσπασε
η παρθενιά μου, βλ. λ. παρθενιά·
- έσπασε
η παρθενιά της, βλ. λ. παρθενιά·
- έσπασε
η χολή μου, βλ. λ. χολή·
- έσπασε
ο αέρας, βλ. λ. αέρας·
- έσπασε
ο διάβολος το πόδι του (το ποδάρι του), βλ. λ. διάβολος·
- έσπασε
ο κρίκος, βλ. λ. κρίκος·
- έσπασε
ο πάγος, βλ. λ. πάγος·
- έσπασε
όλα τα ρολόγια, βλ. λ. ρολόι·
- έσπασε
σαν τσόφλι, βλ. λ. τσόφλι·
- έσπασε
τα μούτρα του, βλ. λ. μούτρο·
- έσπασε
τη μούρη του, βλ. λ. μούρη·
- έσπασε
το γυαλί, βλ. λ. γυαλί·
- έσπασε
το θερμόμετρο ή έσπασαν τα θερμόμετρα, βλ. λ. θερμόμετρο·
- έσπασε
το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- έσπασε
το κρύο, βλ. λ. κρύος·
- έσπασε
το μέτωπο, βλ. λ. μέτωπο·
- έσπασε
το πιστόνι, βλ. λ. πιστόνι·
- έτσι
και σπάσει ο διάβολος το πόδι του (το ποδάρι του), βλ. λ. διάβολος·
- η
γλώσσα του σπάει κόκαλα, βλ. λ. γλώσσα·
- η
καρδιά μου πάει να σπάσει ή πάει να σπάσει η καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- η
καρδιά μου πήγε να σπάσει, βλ. λ. καρδιά·
- η
στάμνα πολλές φορές πάει στη βρύση και μια φορά σπάει, βλ. λ. στάμνα·
- θα
σου σπάσω τα μούτρα, βλ. λ. μούτρο·
- θα
σου σπάσω τα παΐδια, βλ. λ. παΐδι·
- θα
σου σπάσω τα πλευρά, βλ. λ. πλευρό·
- θα
σου σπάσω τα πόδια ή θα σου σπάσω το πόδι, βλ. λ. πόδι·
- θα
σου σπάσω τα χέρια ή θα σου σπάσω το χέρι, βλ. λ. χέρι·
- θα
σου σπάσω τη μούρη, βλ. λ. μούρη·
- θα
σου σπάσω το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- θα
σπάσει η φούσκα μου, βλ. λ. φούσκα·
- κάτι
έσπασε μέσα μου, βλ. λ. μέσα·
- μη
μας σπας τ’ αρχίδια ή μη μου σπας τ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- μόλις
βγήκε, ο Θεός έσπασε το καλούπι, βλ. λ. καλούπι·
- μου
’σπασε τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- μου
’σπασε τα νεύρα, βλ. λ. νεύρο·
- μου
’σπασε τα τύμπανα, βλ. λ. τύμπανο·
- μου
’σπασε τη χολή (μου), βλ. λ. χολή·
- μου
’σπασε τη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- μου
’σπασες τ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- μου
τα ’σπασες (ενν. τ’ αρχίδια), βλ. φρ. μου ’σπασες τ’ αρχίδια·
- μου
τη σπάει, το άτομο ή η κατάσταση για την οποία γίνεται λόγος με εκνευρίζει,
μου χαλάει το κέφι: «αν έρθει κι ο τάδε εγώ δεν έρχομαι, γιατί μου τη σπάσει».
(Τραγούδι: ήταν όμως και μια φάση που μπορούσε να στη σπάσει // κάθε
φορά που σου μιλάω για καλό σου ο φουκαράς, γιατί μου τη σπας, γιατί μου
τη σπας (Λαϊκό τραγούδι)·
- μου
την έσπασε, το άτομο ή η κατάσταση για την οποία γίνεται λόγος, με εκνεύρισε,
μου χάλασε το κέφι: «μόλις είπε εκείνη τη βλακεία, μου την έσπασε || μόλις
άρχισαν να καβγαδίζουν, μου την έσπασαν και σηκώθηκα κι έφυγα»·
- μπορώ
να σπάσω αβγά, βλ. λ. αβγό·
- να
σπάσεις το πόδι σου! βλ. λ. πόδι·
- ο
ακαμάτης δεν τρώει τ’ αμύγδαλα, για να μην τα σπάσει, βλ. λ. ακαμάτης·
- ο
γύφτος, ώσπου να χαρεί, έσπασε το νταούλι, βλ. λ. γύφτος·
- όταν
χτυπιούνται δυο σταμνιά, ένα απ’ τα δυο θε να σπάσει, βλ. λ. σταμνί·
- ό,τι
λυγίζει δε σπάει, βλ. λ. ό,τι·
- πάει
να σπάσει το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- πήγε
η καρδιά μου να σπάσει ή πήγε να σπάσει η καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- σιγά
μη σπάσεις τ’ αβγά! βλ. λ. αβγό·
- σπάει
αβγά, βλ. λ. αβγό·
- σπάει
αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- σπάει
και το λαμπόγυαλο, βλ. λ. λαμπόγυαλο·
- σπάει
καρύδια, βλ. λ. καρύδι·
- σπάει
κόκαλα, βλ. λ. κόκαλο·
- σπάει
ταμεία, βλ. λ. ταμείο·
- σπάσ’
ένα τσιγάρο, βλ. λ. τσιγάρο·
- σπάσ’
τα! (ενν. τα φύλλα της τράπουλας), κόψε την τράπουλα για να αρχίσει το
παιχνίδι·
- σπάσ’
τα! ή σπάσ’ τα όλα! (ενν. τα πιάτα, τα ποτήρια, τα μπουκάλια), επιφώνημα
ενθουσιασμού από άνθρωπο που ήρθε σε μεγάλο κέφι κατά τη διάρκεια γλεντιού,
ιδίως στα μπουζούκια. (Λαϊκό τραγούδι: με τρελαίνεις, με πεθαίνεις με τον
όμορφο χορό, σπάσ’ τα όλα, σπάσ’ τα όλα κι όλα τα πληρώνω εγώ)·
- σπάσ’
τα Μαρία! βλ. λ. Μαρία·
- σπάσ’
τα Μαριώ! βλ. λ. Μαριώ·
- σπάω
επιταγή, βλ. φρ. σπάσιμο επιταγής, λ. σπάσιμο·
- σπάω
καπνό, βλ. λ. καπνός2·
- σπάω
κέφι, βλ. λ. κέφι·
- σπάω
νταλκαδάκι, βλ. λ. νταλκάς·
- σπάω
πιάτα, βλ. λ. πιάτο·
- σπάω
πλάκα ή σπάω την πλάκα μου, βλ. λ. πλάκα·
- σπάω
ρεκόρ ή σπάω το ρεκόρ, βλ. λ. ρεκόρ·
- σπάω
στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- σπάω
τα δεσμά (ενν. του γάμου), βλ. λ. δεσμά·
- σπάω
τα δεσμά ή σπάω τα δεσμά μου, βλ. λ. δεσμά·
- σπάω
τα σίδερα, βλ. λ. σίδερο·
- σπάω
τη μέση μου, βλ. λ. μέση·
- σπάω
τη σιωπή μου, βλ. λ. σιωπή·
- σπάω
τη συμφωνία, βλ. λ. συμφωνία·
- σπάω
την γκίνια ή σπάω την γκίνια μου, βλ. λ. γκίνια·
- σπάω
την παράδοση, βλ. λ. παράδοση·
- σπάω
την πείνα μου, βλ. λ. πείνα·
- σπάω
την τιμή ή σπάω τις τιμές, βλ. λ. τιμή·
- σπάω
τις αλυσίδες (ενν. του γάμου), βλ. λ. αλυσίδα·
- σπάω
τις αλυσίδες, βλ. λ. αλυσίδα·
- σπάω
το εμπάργκο, βλ. λ. εμπάργκο·
- σπάω
το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- σπάω
το κεφάλι μου στον τοίχο, βλ. λ. κεφάλι·
- σπάω
το ρόδι, βλ. λ. ρόδι·
- σπάω
το συμβόλαιο, βλ. λ. συμβόλαιο·
- σπάω
το τσερβέλο μου, βλ. λ. τσερβέλο·
- σπάω
τον πάγο, βλ. λ. πάγος·
- τα
σπάσαμε, α. χαλάσαμε, διαλύσαμε μια συνεργασία, μια συμφωνία, μια
σχέση, μια φιλία, έναν ερωτικό δεσμό: «επειδή δεν μπορούσαμε να συνεργαστούμε
άλλο, τα σπάσαμε κι ο καθένας πήρε το δρόμο του || τον τελευταίο καιρό ήμασταν
όλο γκρίνια, γι’ αυτό τα σπάσαμε κι ησυχάσαμε». Συνών. τσουγκρίσαμε τ’ αβγά.
β. διασκεδάσαμε έντονα, ιδίως στα μπουζούκια: «χτες βράδυ πήγαμε και
τα σπάσαμε με τον τάδε»·
- τα
σπάω (ενν. τα πιάτα, τα ποτήρια, τα μπουκάλια), γλεντώ, διασκεδάζω πολύ
ζωηρά, πολύ έντονα: «κάθε φορά που πληρωνόμαστε, πάμε και τα σπάμε με τον
τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: δεν πάω σπίτι μου απόψε να χαρώ την όμορφη βραδιά,
απόψε όλα θα τα σπάσω και το πρωί θα πάρω τα κλειδιά)·
- τη
σπάω, αποχωρώ, φεύγω: «παιδιά, εγώ τη σπάω, γιατί πέρασε η ώρα»·
- την
έσπασα, (για γυναίκες) ήμουν ο πρώτος άντρας που έκανα έρωτα μαζί της, την
ξεπαρθένεψα: «είχαμε πέντε μήνες δεσμό και κάποια φορά την κατάφερα και την
έσπασα»·
- τον
έσπασε στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του
’σπασα τα μούτρα, βλ. λ. μούτρο·
- του
’σπασα τη μούρη, βλ. λ. μούρη·
- του
’σπασα τη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- του
’σπασε τα παΐδια, βλ. λ. παΐδι·
- του
’σπασε τα πλευρά, βλ. λ. πλευρό·
- του
σπάω τη βιτρίνα, βλ. λ. βιτρίνα·
- του
σπάω τη χολή, βλ. λ. χολή·
- του
σπάω την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- του
σπάω τον τσαμπουκά, βλ. λ. τσαμπουκάς·
- του
τη σπάω, τον εκνευρίζω, του χαλώ το κέφι: «μ’ αρέσει αυτού του τύπου να του
τη σπάω, γιατί μου είναι πολύ αντιπαθητικός»· βλ. και φρ. του κάνω σπάσιμο, λ.
σπάσιμο.